- Ἀσφάλειος
- Ἀσφάλειοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασφάλειος — ἀσφάλειος και λιος ον (Α) (επιθ. του Ποσειδώνος) αυτός που παρέχει ασφάλεια, που προφυλάσσει κάποιον … Dictionary of Greek
ἀσφάλειος — Securer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασφάλειος ή Ασφάλιος — Προσωνυμία του Ποσειδώνα και συγχρόνως ευχή να είναι ο θαλάσσιος πλους ασφαλής και σίγουρη η επιστροφή. Με την προσωνυμία αυτή, ο Ποσειδώνας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στο Ταίναρο, όπου και ο ναός του Ποσειδώνα Α., στη… … Dictionary of Greek
ἀσφαλίω — ἀσφάλειος Securer masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀσφάλειος Securer masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλίως — ἀσφάλειος Securer adverbial ἀσφάλειος Securer masc/fem acc pl (doric) ἀσφαλής not liable to fall adverbial (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσφάλειον — Ἀσφάλειος masc/fem acc sg Ἀσφάλειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλειον — ἀσφάλειος Securer masc/fem acc sg ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλιον — ἀσφάλειος Securer masc/fem acc sg ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσφαλείου — Ἀσφάλειος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλείου — ἀσφάλειος Securer masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)